- Θεστιας
- Θεστιάς-άδος ἥ Тестиада, т.е. дочь Тестия
(Ἀλθαίη Aesch. или Λήδα Eur., Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀλθαίη Aesch. или Λήδα Eur., Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Θεστιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεστιάδες — Θεστιάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεστιάδι — Θεστιάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεστιάδος — Θεστιάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδολυμάς — παιδολυμάς, άδος, ἡ (Α) αυτή που καταστρέφει τα παιδιά («ἁ παιδολυμὰς τάλαινα Θεστιάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λύμη «βλάβη, καταστροφή» + επίθημα άς] … Dictionary of Greek
Θεστιείς — Αρχαίοι κάτοικοι της πόλης της Αιτωλίας, Θεστίας. Αναφέρονται από τον ιστορικό Πολύβιο. Κατείχαν το ανατολικότερο τμήμα της σημερινής πεδιάδας του Αγρινίου και πιθανόν τη βόρεια όχθη της λίμνης Τριχωνίδας, όπου βρέθηκαν λείψανα … Dictionary of Greek